συνῃσθημένοις

συνῃσθημένοις
συναισθάνομαι
perceive simultaneously
perf part mid masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναισθάνομαι — ΝΜΑ, και συναίσθομαι Α 1. συμμερίζομαι τα συναισθήματα κάποιου, έχω κι εγώ το ίδιο συναίσθημα (α. «συναισθάνομαι τον πόνο σου» β. «συναισθάνεσθαι καὶ συναλγεῑν ἀλλήλοις», Πλούτ.) 2. έχω πλήρη συνείδηση ενός πράγματος, εννοώ κάτι με όλη του τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”